τζατζόγρια

τζατζόγρια
η, Ν
ηλικιωμένη δύστροπη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ. με α' συνθετικό πιθ. το τουρκ. casus «κατάσκοπος» και β' συνθετικό τη λ. γριά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”